σπατάλιον

English (LSJ)

τό, in Lat. form spatalium, = σπατάλη ΙΙ, Juba ap.Plin.HN13.142, CIL2.2060.12, 3386.12 (Spain), 14.2215.8 (Nemi).

German (Pape)

[Seite 918] τό, auch σπαθάλιον geschr., eine Art Armband, Plin. H. N. 13, 25, vgl. σπατάλη; auch eine Art Haarflechte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτάλιον: τό, φέρεται ὠσαύτως σπαθάλιον, εἶδος ψελλίου, Tertull. Cult. Fem. 13· ὠσαύτως, τρόπος κτενίσματος τῆς κόμης εἰς ἕνα μόνον κόμβον ἢ κόρυμβον, Ἀποστ. Διαταγ. 1. 3. ἴδε Salmas. ad Solin. σ. 537.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σπατάλη
μσν.
1. τρόπος κουράς τών μαλλιών
2. προκλητικότητα, έλλειψη σεμνότητας
αρχ.
είδος βραχιολιού.