σπατίζω

English (LSJ)

(σπάω) draw, suck, Hsch.

German (Pape)

[Seite 918] ziehen, saugen, comic. bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπατίζω: μέλλ. -ίσω, (σπάω) μυζῶ, «βυζαίνω», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α σπάτος
μυζώ, βυζαίνω.