σπινθηρισμός
Greek Monolingual
ο, ΝΜ σπινθηρίζω
η εκπομπή σπινθήρων, το σπιθοβόλημα
νεοελλ.
1. φυσ. κάθε απότομη μεταβολή της έντασης, της ταχύτητας, της συχνότητας ή άλλου χαρακτηριστικού ενός φαινομένου ή συσκευής, όπως λ.χ. του φωτός, οι διακυμάνσεις της ταχύτητας μιας διάταξης αναπαραγωγής, η διακύμανση της συχνότητας ενός ταλαντωτή ή ενός πομπού ραδιοηλεκτρικών κυμάτων
2. φρ. α) «σπινθηρισμός αστέρων»
αστρον. η στίλβη
β) «σπινθηρισμός ραδιοπομπού»
(ραδιοτεχνολ.) το σύνολο τών ανεπιθύμητων διακυμάνσεων της φέρουσας συχνότητας σε ένα ραδιοφωνικό κύμα, ιδίως όταν αυτές είναι έντονες και απότομες
γ) «απαριθμητής σπινθηρισμού»
φυσ. διάταξη ανίχνευσης της ραδιενέργειας η οποία βασίζεται στην παραγωγή μιας φωτεινής αναλαμπής που είναι αποτέλεσμα της απορρόφησης μιας ακτινοβολίας από ορισμένα κατάλληλα στερεά ή υγρά υλικά.