διακύμανση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. κυματοειδής κίνηση, μεταβλητότητα
2. αυξομείωση
3. διαμόρφωση
4. μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους γύρω από τη μέση τιμή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακυμαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].
η
1. κυματοειδής κίνηση, μεταβλητότητα
2. αυξομείωση
3. διαμόρφωση
4. μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους γύρω από τη μέση τιμή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακυμαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].