σπιούνος

Greek Monolingual

και σπιγούνος, ο, θηλ. σπιούνα, Ν
1. αυτός που παρακολουθεί τις ενέργειες κάποιου και τον καταδίδει, καταδότης, χαφιές, ρουφιάνος
2. αυτός που διαβάλλει κάποιον, ραδιούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spione].