ρουφιάνος
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
Greek Monolingual
ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν
1. μαστροπός, προαγωγός
2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος
3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του όφελος ένα μυστικό ή δίνει μια πληροφορία, σπιούνος
4. φρ. α) «χωρίς ρουφιάνο δεν πέφτει το κάστρο» — η αντίσταση δεν κάμπτεται παρά μόνο με προδοσία
β) «χωρίς ρουφιάνα, πουτάνα δεν γίνεται» — η προαγωγός ασκεί μεγάλη επίδραση στο να πάρει τον κακό δρόμο μια γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ruffiano, πιθ. < ρουφ-ιανός «οπαδός του Εφέσιου αφροδισιολόγου Ρούφου»].