ρουφιάνος

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν
1. μαστροπός, προαγωγός
2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος
3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του όφελος ένα μυστικό ή δίνει μια πληροφορία, σπιούνος
4. φρ. α) «χωρίς ρουφιάνο δεν πέφτει το κάστρο» — η αντίσταση δεν κάμπτεται παρά μόνο με προδοσία
β) «χωρίς ρουφιάνα, πουτάνα δεν γίνεται» — η προαγωγός ασκεί μεγάλη επίδραση στο να πάρει τον κακό δρόμο μια γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ruffiano, πιθ. < ρουφ-ιανός «οπαδός του Εφέσιου αφροδισιολόγου Ρούφου»].