σπογγίνη

Greek Monolingual

η, Ν
(βιοχ.) σκληροπρωτεΐνη που μοιάζει με πλαστικό και αποτελεί τον σκελετό του 80% τών σπόγγων και, συγκεκριμένα, τών δημοσπόγγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spongin < γερμ. Spongin < λατ. spongia < σπογγία (< σπόγγος)].