σπουδαστήριο

Greek Monolingual

το, Ν
χώρος, αίθουσα για μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάζω + επίθημα -τήριο (πρβλ. δικαστήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Στ. Γκοσάνο].