στάθμηση

Greek Monolingual

η / στάθμησις, -ήσεως, ΝΜΑ σταθμῶ
υπολογισμός του βάρους, ζύγισμα
νεοελλ.
1. η εξασφάλιση της κατακόρυφης ή της οριζόντιας διεύθυνσης
2. μτφ. υπολογισμός, μέτρηση, αξιολόγηση
3. (στατιστ.) υπολογισμός της βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε στοιχείο ενός δείκτη.