στέκα
Greek Monolingual
η, Ν
1. ειδική μακρά ράβδος, με την οποία οι παίκτες χτυπούν τις μπάλες του μπιλιάρδου
2. εργαλείο υποδηματοποιού το οποίο χρησιμοποιούσαν για να γυαλίζουν, με τριβή επάνω του, τις σόλες
3. σκληρό γυναικείο διάδημα για τη συγκράτηση τών μαλλιών
4. μτφ. πολύ αδύνατη και ψηλή συνήθως γυναίκα ή και άντρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stecca].