σταγονόμετρο

Greek Monolingual

το, Ν
1. (φαρμ. τεχνολ.) απλό όργανο που επιτρέπει τη μέτρηση κατά σταγόνες μικρής ποσότητας υγρής, συνήθως φαρμακευτικής ή χημικής, ουσίας
2. φρ. «με το σταγονόμετρο» — σε πολύ μικρές ποσότητες, με φειδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταγόνα + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].