σταδιάζω: μετρῶ κατὰ στάδια· - μεταφορ., ὁ σταδιάζων (ἐξυπακ. λόγος), εἰκασία, Mar. Victor. εἰς Κικ. Ρητ.
Α στάδιον1. μετρώ κατά στάδια2. φρ. «σταδιάζων λόγος»μτφ. εικασία (Μάρ. Βικτ.).