σταδιάζω

Greek (Liddell-Scott)

σταδιάζω: μετρῶ κατὰ στάδια· - μεταφορ., ὁ σταδιάζων (ἐξυπακ. λόγος), εἰκασία, Mar. Victor. εἰς Κικ. Ρητ.

Greek Monolingual

Α στάδιον
1. μετρώ κατά στάδια
2. φρ. «σταδιάζων λόγος»
μτφ. εικασία (Μάρ. Βικτ.).