σταδιόμετρο

Greek Monolingual

το, Ν
(γεωδ.-τοπογρ.) οπτικό όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η σκόπευση της σταδίας κατά τη μέτρηση αποστάσεων με τη μέθοδο της σταδιομετρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιο + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].