σταθμικός
English (LSJ)
σταθμική, σταθμικόν, by weight, οὐγγία Gal.13.417,894.
German (Pape)
[Seite 927] = σταθμητικός, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό, ΝΑ σταθμός
νεοελλ.
φρ. «σταθμική ανάλυση»
χημ. τεχνική ποσοτικής χημικής ανάλυσης κατά την οποία το άγνωστο συστατικό ενός δείγματος υλικού μετατρέπεται σε μια ουσία γνωστής σύστασης που μπορεί στη συνέχεια να αποχωριστεί και να ζυγιστεί
αρχ.
σταθμητικός.