στᾰμίνες: οἱ, Επικ. δοτ. πληθ. στᾰμίνεσσι (στῆναι)· πλευρά του πλοίου, που υψώνονται υποστηριζόμενα από την καρίνα, Λατ. statumina, σε Ομήρ. Οδ.
στῆναιthe ribs of a ship, which stand up from the keel, Lat. statumina, Od.