στασιασμός

English (LSJ)

ὁ, raising of sedition, Th.4.130, 8.94, Men.1066, Hell.Oxy.11.1.

German (Pape)

[Seite 929] ὁ, Erregung eines Aufstandes, u. der Aufstand selbst; Thuc. 4, 130. 8, 94; Menand. dei Phot., = στάσις.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
soulèvement, sédition.
Étymologie: στασιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιασμός -οῦ, ὁ [στασιάζω] conflict, partijstrijd.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιασμός:восстание, возмущение, бунт Thuc., Arst., Men.

Greek Monolingual

ὁ, Α στασιάζω
υποκίνηση σε στάση, σε εξέγερση.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιασμός: ὁ, ἡ ἐξέγερσις ἐπαναστάσεως, Θουκ. 4. 130., 8. 94, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 388.

English (Woodhouse)

faction, internal disputes, intestine discord