υποκίνηση

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκινώ, παρακίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκινώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποκίνησις, μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών].