with or without οἶνος, = στεμφυλίτης, PCair.Zen. 737.2, al. (iii B.C.), Hsch. s.v. λάκυρος.
ὁ, Α(συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίας (πρβλ. τρυγίας)].