τρυγίας
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A full of lees or sediment, οἶνος Orac. ap. Plu.2.295e, Orib.Fr.76.
II Subst., = τρύξ II, LXX Ps.74(75).9, Hdn. Epim.137.
2 = τρύξ 1, new wine, BGU417.9 (ii/iii A. D.).
German (Pape)
ὁ, hefig, οἶνος, hefiger, trüber Wein, Or. bei Ath. I.31b.
Russian (Dvoretsky)
τρῠγίας: adj. m имеющий осадок, мутный (οἶνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγίας: -ου, ὁ, (τρὺξ) πλήρης τρυγὸς ἢ καθιζήματος, οἶνος Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 2. 295Ε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = τρὺξ ΙΙ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8), πρβλ. Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 137.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. (για κρασί και με σημ. επιθ.) γεμάτος από κατακάθι, θολός
2. ως ουσ. η τρυγία, νέο αδιήθητο κρασί, γλεύκος, μούστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. -ίας (πρβλ. στεμφυλίας)].