στερεοπαγής

English (LSJ)

στερεοπαγές, hard, of missiles from slings, Tim.Pers. 26.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για βλήμα σφενδόνας) σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -παγής (< θ. πăγ- του πήγνυμι), πρβλ. σκληροπαγής].