στεφανοθήκη

Greek Monolingual

η, Ν
ξύλινη ή μεταλλική θήκη που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τών νυφικών στεφάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανο + θήκη. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. στεφανοθῆκαι, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].