Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
στηθιαίος
Greek Monolingual
-α, -ο / στηθιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός αρχ. 1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος 2.φρ. «στηθιαῖοι ἀνδριάντες» πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ.<στῆθος+ κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ραχιαίος)].