-ή, -ό, Ν1. αυτός που έχει στήθος2. αυτός που έχει σχήμα στήθους («στηθωτό ιστίο»[ναυτ.] διπλωμένο ιστίο που σχηματίζει εξόγκωμα στο μέσον κεραίας).[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].