στηλοβάτου, ὁ, = στηλίτης II, Tz. H. 9.330.
στηλοβάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ ἀναβαίνων ἐπὶ στήλης, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 330.
ὁ, Μαυτός που ανεβαίνει σε στήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης, στυλοβάτης.