στηλοκόπας
English (LSJ)
-ου, ὁ, tablet-glutton (formed like ματτυοκόπας (-ης ?)), epithet of Polemo, who went about copying the inscriptions on public monuments (στῆλαι), Herodic. ap. Ath.6.234d.
Greek (Liddell-Scott)
στηλοκόπας: -ου, ὁ, ὁ τὰς στήλας κτυπῶν, ἐπίθετ. τοῦ Πολέμωνος, ὅστις περιήρχετο περιγράφων τὰς ἐπὶ δημοσίων μνημείων (στηλῶν) ἐπιγραφάς, Ἀθήν. 234D.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του περιηγητή Πολέμωνος ο οποίος περιόδευε και αντέγραφε τις επιγραφές τών δημόσιων μνημείων) αυτός που δίνει την εντύπωση ότι τρώει τις στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -κοπας (< κόπτω) σχηματισμένο κατά το ματτυοκόπης].