-ή, -ό, Ν στήνω1. όρθιος και ακίνητος, ευθυτενής, ντούρος2. (για στήθος ή θώρακα) προτεταμένος, σφριγηλός3. μτφ. καμαρωτός4. το ουδ. ως ουσ. το στητό και στηστόείδος παιχνιδιού. επίρρ...στητάκατά τρόπο στητό.