στοχεύω

Greek Monolingual

Ν στόχος
1. κατευθύνω τη βολή του όπλου προς τον στόχο, σκοπεύω
2. προσπαθώ να επιτύχω κάτι, επιδιώκω, αποσκοπώ σε κάτι.