στρίγγλα

Greek Monolingual

και στρίγλα, η, ΝΜ, και στρίγκλα Ν
(σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση) κακοποιό δαιμόνιο με τη μορφή ξερακιανής και άσχημης γριάς που προξενεί κακό, ιδίως στις λεχώνες και στα βρέφη, λάμια
νεοελλ.
1. γυναίκα κακούργο, μάγισσα
2. γυναίκα εξαιρετικά δύστροπη («το ημέρωμα της στρίγγλας»)
3. πολύ άσχημη και αδύνατη γυναίκα
4. γυναίκα που στριγγλίζει
5. (ιδιωμ.) η υπνοβάτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < μσν. στρίγλα < αρχ. τρίγλη «είδος ψαριού με ακανθοπτερύγια», ενώ κατ' άλλους από λατ. striga «φάντασμα που κακοποιεί τα βρέφη» (< αρχ. στρίγξ)].