στρατοκράτης

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που κυβερνά με τη βοήθεια του στρατού ή αυτός που υποστηρίζει την ανάμιξη του στρατού στην πολιτική ζωή μιας χώρας, μιλιταριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -κράτης (< κράτος), πρβλ. τρομο-κράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].