στρηνύζω

English (LSJ)

(στρηνής) trumpet, of elephants, Juba 37 (corr. Schneider for στρυνύζω).

German (Pape)

[Seite 954] rauh und stark schreien, eigtl. von der Stimme des Elephanten, auch στρυνύζω geschrieben, Poll. 5, 88.

Greek (Liddell-Scott)

στρηνύζω: (στρηνής) ἠχῶ ὡς σάλπιγξ, φωνάζω τραχέως καὶ ἠχηρῶς, ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἰόβας παρὰ Πολυδ. Ε´, 88 (μετὰ διαφόρ. γραφ. στρυνύζω).

Greek Monolingual

Α
(για τους ελέφαντες) ηχώ σαν σάλπιγγα, έχω τραχιά και ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρηνής «οξύς διαπεραστικός» πιθ. κατά τα κελαρύζω, ὀλολύζω.