διαπεραστικός
From LSJ
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που διαπερνά, που διατρυπά, διεισδυτικός
2. (για κρύο) τσουχτερός, δριμύς
3. (για φωνή) οξύς και συνήθως ενοχλητικός.