διαπεραστικός
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που διαπερνά, που διατρυπά, διεισδυτικός
2. (για κρύο) τσουχτερός, δριμύς
3. (για φωνή) οξύς και συνήθως ενοχλητικός.