στρηνής

From LSJ

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρηνής Medium diacritics: στρηνής Low diacritics: στρηνής Capitals: ΣΤΡΗΝΗΣ
Transliteration A: strēnḗs Transliteration B: strēnēs Transliteration C: strinis Beta Code: strhnh/s

English (LSJ)

στρηνές, rough, harsh, especially of sounds: hence neut. as adverb, [ὕδωρ] στρηνὲς περὶ στυφελῇ βρέμει ἀκτῇ A.R.2.323; στρηνὲς φωνεῦσα [θάλασσα] AP7.287 (Antip.); σάλπιγξ στρηνὲς φθεγξαμένη piercing, ib.6.350 (Crin.): cf. στρηνός, στρηνύζω. (Perh. connected with στερεός, Lat. strenuus.)

German (Pape)

[Seite 954] ές, auch στρηνός, streng, scharf, rauh, bes. von der Stimme und dem Schalle, στρηνὲς βρέμεν ἀκτή, Ap. Rh. 2, 323; eben so στρηνὲς φωνεῦσα θάλαττα, Antp. Th. 69 (VII, 287); u. von der Trompete, στρηνὲς φθέγγεσθαι, Crinag. 10 (VI, 350). – Auch stark, kraftvoll, strenuus, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aigu, perçant (bruit) ; adv. • στρηνές avec un bruit aigu ou perçant.
Étymologie: cf. lat. strenuus -- DELG rapprochement avec strenuus peu satisfaisant ; pê στερεός.

Greek (Liddell-Scott)

στρηνής: -ές, ἰσχυρός, δυνατός, ὀξὺς καὶ δυσάρεστος, ἐπὶ ἤχων, συνώνυμ. τῷ τραχύς, ὀξύς· ὅθεν οὐδ. ὡς ἐπίρρ., στρηνὲς βρέμει ἀκτὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323· στρηνὲς φωνεῦσα θάλασσα Ἀνθ. Π. 7. 287· στρηνὲς φθέγγεσθαι, ἐπὶ τῆς ὀξείας καὶ διαπαραστικῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, ὁ αὐτ. 6. 350· πρβλ. στρηνός, στρηνύζω. (Ἴσως σχετίζεται πρὸς τὴν √ΣΤΕΡ, στερεός, Λατ. strununs).

Greek Monolingual

-ές, Α
1. (για ήχο) οξύς και δυσάρεστος, διαπεραστικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) στρηνές
με οξύ και δυσάρεστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του επιθ. με το λατ. strēnuus «δραστήριος, φιλόπονος» δεν ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη. Κατ' άλλη άποψη, ο παράλληλος τ. ουσ. στρήνος συνδέεται με την οικογένεια του στερεός, αν δεχθεί κανείς δισύλλαβη μορφή ρίζας str-eә1- (βλ. λ. στερεός) και επίθημα -νος (πρβλ. κτῆνος, σκῆνος). Ο τ. στρῆνος «ακολασία, αλαζονεία, πόθος» και το επίθ. στρηνής (πιθ. κατά τα ἀπηνής, σαφής) είχαν πιθανότατα αρχική σημ. «βία, ορμητικότητα», η οποία στο επίθ. στρηνής χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον οξύ και διαπεραστικό ήχο].

Greek Monotonic

στρηνής: -ές, δυνατός, δριμύς, τραχύς, οξύς, δύσηχος· ουδ. ως επίρρ., σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: raw, hard, shrill, especially of sounds (A. R., AP).
Other forms: attested only -ές as adv.; also στρηνός id. (Nicostr. Com.); στρηνό-φωνος (Call. Com.).
Compounds: στρηνό-φωνος (Call. Com.).
Derivatives: στρην-ύζω to trumpet, of an elephant (Juba 37; cod. στρυν-), after ὀλολ-ύζω a.o. (or old, with the σ-stem interchanging υ as in Lat. strēnuus [s. bel.]?). Besides στρῆνος n. recklessness, outrageousness, wantonness (LXX, Apoc., AP), m. outrageous, strong desire (Lyc.) with στρην-ιάω to revel, to live unrestrained (middl. com., Apoc., pap. IIIp a.o.; after the verbs of disease in -ιάω, Schwyzer 732). From H.: στρηνύεται στρηνιᾳ̃; ἀστρηνές δύσθετον, σκαιόν, ὀξύ.
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: Semantically stand στρηνής, -ές and στρῆνος, both poetic-popular and almost only postclass. attested, rather far from each other. Orig. meaning approx. powerful, power, from where severe, hard (after ἀπηνής, σαφής a.o.), resp. exuberant power, recklessness? -- Phonetically agrees with this Lat. strēnuus powerful, unruly, active and also semantically it can be connected with στρηνής, στρῆνος. Further connection with στερεός (s. v.) a. cogn. is possible; s. also W.-Hofmann s. strēnuus w. lit., where with Fick a.o. also Welsh trin struggle, labour is adduced.

Middle Liddell

στρηνής, ές
strong, hard, rough, harsh: neut. as adv., Anth. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

στρηνής: {strēnḗs}
Forms: belegt nur -ές als Adv.; auch στρηνός ib. (Nikostr. Kom.); στρηνόφωνος (Kall. Kom.).
Meaning: rauh, hart, schrill, bes. von Lauten (A. R., AP),
Derivative: Davon στρηνύζω trompeten, vom Elephanten (Juba 37; cod. στρυν-), nach ὀλολύζω u.a. (oder altes, mit dem σ-Stamm abwechselndes υ wie in lat. strēnuus [s.u.]?). Daneben στρῆνος n. Übermut, Zügellosigkeit, Üppigkeit (LXX, Apok.,AP), m. zügelloses, heftiges Verlangen (Lyk.) mit στρηνιάω ausgelassen sein, zügellos leben (mittl. Kom., Apok., Pap. IIIp u.a.; nach den Krankheitsverba auf -ιάω, Schwyzer 732). Aus H.: στρηνύεται· στρηνιᾷ; ἀστρηνές· δύσθετον, σκαιόν, ὀξύ.
Etymology: Semantisch stehen στρηνής, -ές und στρῆνος, beide poetischvolkstümlich und fast nur nachklass. belegt, einander ziemlich fern. Urspr. Bed. etwa kraftvoll, Kraft, woraus streng, hart (nach ἀπηνής, σαφής u.a.), bzw. ausgelassene Kraft, Übermut? —Lautlich dazu stimmt lat. strēnuus kräftig, rührig, betriebsam und auch begrifflich läßt es sich unter der oben gegebenen Voraussetzung mit στρηνής, στρῆνος vereinen. Weitere Anknüpfung an στερεός (s. d.) u. Verw. ist möglich; s. noch W.-Hofmann s. strēnuus m. Lit., wo mit Fick u.a. auch kymr. trin Kampf, Mühe herangezogen wird.
Page 2,809-810