στριγχός

English (LSJ)

ὁ, = θριγκός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στριγχός: «τειχίον, στρικτόριον, στεφάνη δώματος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) ο θριγκός.