στριφτός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν στρίβω / στρίφω
1. στριμμένος, συνεστραμμένος («στριφτή κλωστή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το στριφτό τσιγάρο φτειαγμένο με το χέρι.
επίρρ...
στριφτά Μ
με στριφτό τρόπο.