-ή, -ό, Ν στρίβω / στρίφω1. στριμμένος, συνεστραμμένος («στριφτή κλωστή»)2. το ουδ. ως ουσ. το στριφτό τσιγάρο φτειαγμένο με το χέρι. επίρρ...στριφτά Μμε στριφτό τρόπο.