στρογγυλώψ

English (LSJ)

ῶπος, round-eyed, synon. of Κύκλωψ, Serv.Dan.ad Verg.A.8.649.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγυλώψ: -ῶπος, ὁ ἔχων στρογγύλους ὀφθαλμούς, συνώνυμ. τῷ Κύκλωψ, ἐν τοῖς Σχολ. Βεργιλ.

Greek Monolingual

-ῶπος, ὁ, Α
αυτός που έχει στρογγυλά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + -ώψ (< θ. οπ- του όπωπα), πρβλ. τυφλώψ].