στρόφιο

Greek Monolingual

το / στρόφιον, ΝΑ στρόφος
νεοελλ.
1. ιατρ. είδος δερματοπάθειας, στρόφαλος
2. ναυτ. πλεκτός δακτύλιος με πολλά λεπτά σχοινιά κατασκευασμένος στην άκρη χοντρού σχοινιού για τη στερέωση του σχοινιού σε ιστό ή σε δοκό του πλοίου
αρχ.
1. υποκορ. μικρή ταινία με την οποία οι γυναίκες έδεναν τα μαλλιά τους ή στερέωναν το στήθος τους, κεφαλόδεσμος ή στηθόδεσμος
2. κοσμητική ταινία που φορούσαν οι ιερείς στο κεφάλι τους
3. (κατά τον Ησύχ.) «στρογγύλη ζώνη».