συγκαθέλκω

English (LSJ)

drag down with or together, fut. Pass. ξυγκαθελκυσθήσεται A.Th.614.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἕλκω) mit od. zusammen herunterziehen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. συγκαθείλκυσα;
entraîner avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, καθέλκω.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθέλκω: досл. тянуть вместе, одновременно (с кем-л.), перен. вовлекать: Διὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται Aesch. по воле Зевса (Амфиарай) будет вовлечен, т. е. разделит судьбу других.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· - καθέλκω ὁμοῦ, συγκαταβιβάζω, μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614.

Greek Monolingual

Α
καθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω»].

Greek Monotonic

συγκαθέλκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα· σύρω, καθελκύω μαζί με· Παθ. μέλ., συγκαθελκυσθήσεται, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ξω aor1 -είλκῠσα
to drag down together:—fut. pass. συγκαθελκυσθήσεται Aesch.