συγκαθέλκω
English (LSJ)
drag down with or together, fut. Pass. ξυγκαθελκυσθήσεται A.Th.614.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ao. συγκαθείλκυσα;
entraîner avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, καθέλκω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαθέλκω: досл. тянуть вместе, одновременно (с кем-л.), перен. вовлекать: Διὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται Aesch. по воле Зевса (Амфиарай) будет вовлечен, т. е. разделит судьбу других.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· - καθέλκω ὁμοῦ, συγκαταβιβάζω, μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614.
Greek Monolingual
Α
καθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω»].
Greek Monotonic
συγκαθέλκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα· σύρω, καθελκύω μαζί με· Παθ. μέλ., συγκαθελκυσθήσεται, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. ξω aor1 -είλκῠσα
to drag down together:—fut. pass. συγκαθελκυσθήσεται Aesch.