συγχρονισμός

English (LSJ)

ὁ, agreement of time, Gell.17.21.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 972] ὁ, Gleichzeitigkeit, Übereinstimmung der Zeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγχρονισμός: ὁ, τὸ σύγχρονον εἶναι ἢ συγχρονίζειν, Α. Gell. 17. 21.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συγχρονίζω
σύμπτωση ενεργειών ή συμβάντων ως προς τον χρόνο, χρονικός συντονισμόςσυγχρονισμός κινήσεων»)
νεοελλ.
1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σύμφωνο προς τις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονισμός
2. (ραδιοτεχν.) η ρύθμιση μιας ομάδας πομπών οι οποίοι μετέχουν στο ίδιο δίκτυο εκπομπής έτσι ώστε οι συχνότητες και οι φάσεις τους να συμπίπτουν ακριβώς
3. (ηλεκτρον.) η απόλυτη χρονική σύμπτωση ανάμεσα στην ανάλυση κατά την εκπομπή και στην ανασύνθεση της τηλεοπτικής εικόνας κατά τη λήψη.