συγχρονίζω

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχρονίζω Medium diacritics: συγχρονίζω Low diacritics: συγχρονίζω Capitals: ΣΥΓΧΡΟΝΙΖΩ
Transliteration A: synchronízō Transliteration B: synchronizō Transliteration C: sygchronizo Beta Code: sugxroni/zw

English (LSJ)

= συγχρονέω (be contemporary with, be contemporaries) 1.1, τινι S.E.P.2.245, cf. Sch.Ar.Ach.850, v.l. in Vit. Aesch.
2 = συγχρονέω (take the same time in rising with) 1.2, Ptol.Alm.1.16.
II spend some time in a place, LXX Si.Prol.
2 Pass., to be of long standing, Iamb.Protr. 20.
3 take the same time, of compounding a mixture, συγχρονισάτω (nisi leg. -ησάτω) Gal.13.1044.

German (Pape)

[Seite 971] gleichzeitig sein, Schol. Ar. Ach. 850.

Russian (Dvoretsky)

συγχρονίζω: быть (чьим-л.) современником, жить в одно время (συνεχρόνισε Ἡρόφιλος Διοδώρῳ Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

συγχρονίζω: τῷ προηγ. Ι, τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 245, Εὐστ. Πονημάτ. 334, 21. ΙΙ. (ὥσπερ ἐκ τοῦ χρονίζω), διέρχομαι χρόνον τινὰ ἔν τινι τόπῳ, Ἑβδ. (ἐν τῷ Προλόγῳ Σοφίας Σειράχ).

Greek Monolingual

ΝΜΑ σύγχρονος
νεοελλ.
(μτβ.)
1. επιτυγχάνω τη χρονική σύμπτωση ενεργειών, κινήσεων ή καταστάσεων («οι χορευτές προσπαθούν να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους»)
2. προσαρμόζω κάτι στη σύγχρονη κατάσταση, στις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονίζω
3. (μηχανολ.) αποκαθιστώ τη χρονική σύμπτωση μεταξύ τών κινήσεων δύο μηχανών
4. (ραδιοτεχν.) ρυθμίζω ομάδα πομπών οι οποίοι συμμετέχουν στο ίδιο δίκτυο ώστε οι συχνότητες και οι φάσεις τους να καταστούν ταυτόσημες
5. (ηλεκτρον.) εξασφαλίζω τη χρονική σύμπτωση μεταξύ της ανάλυσης της τηλεοπτικής εικόνας κατά την εκπομπή και της ανασύνθεσης κατά τη λήψη
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συγχρονισμένος, -η, -ο
αυτός που είναι προσαρμοσμένος στις σύγχρονες αντιλήψεις
μσν.-αρχ.
1. είμαι σύγχρονος κάποιου
2. αστρον. ανατέλλω συγχρόνως με κάποιον άλλο
3. χρειάζομαι τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο προκειμένου να παρασκευάσω ένα μίγμα
4. παθ. συγχρονίζομαι
σταθμεύω, παραμένω σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα.