συζητήσιμος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί, αυτός που είναι δεκτικός συζήτησης, εξέτασης («η πρόταση είναι συζητήσιμη»)
2. αυτός που η αξία του είναι αμφίβολη, αμφισβητούμένος («η χρησιμότητα τών διαπραγματεύσεων είναι συζητήσιμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συζήτηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο περιοδικό Πλάτων.