συκομάμμας

English (LSJ)

-ου, ὁ, poltroon, Sch.Pl.Alc.1.118e; cf. βλιτομάμμας.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκομάμμας: ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, εὐήθης, μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. βλιτομάμμας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτομάμμας)].