συλληπτικός

English (LSJ)

συλληπτική, συλληπτικόν,
A collective, comprehensive, ὀνόματα Eust.219.45; τὸ πάντες συλληπτικόν Sch.Il.1. 424; σ. σχῆμα, = σύλληψις 1.2, Anon.Fig.p.158S. Adv. συλληπτικῶς Eustr. in EN74.34: Comp. συλληπτικώτερον Eust.5.7.
II apt or able to conceive, τὰ θήλεα Arist.GA748a18.
b promoting conception, Aët. ap. Phot. Bibl.p.180B.
III helpful, assisting, Nicom.Ar.2.19; τὸ σ. Plu.2.486a.
IV punctual, in Adv. συλληπτικῶς, opp. καθυστερικῶς, Ptol.Phas. p.11 H.

German (Pape)

[Seite 975] zusammengenommen, Sp.; bei Gramm. = kollectiv; geeignet zu empfangen, Arist. gen. an. 2, 8.

Russian (Dvoretsky)

συλληπτικός:
1 способный к зачатию (τὰ θήλεα Arst.);
2 грам. собирательный (ὀνόματα).

Greek (Liddell-Scott)

συλληπτικός: -ή, -όν, περιληπτικός, ὀνόματα Εὐστ. 219, ἐν τέλ.· περιεκτικός, Πορφ. Εἰσαγ. 2· σ. σχῆμα σύλληψις Ι, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σελ. 666 ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Α. 424, κλπ. ΙΙ. ἐπιτήδειος ἢ ἱκανὸς εἰς σύλληψιν, συλληπτικὰ τὰ θήλεα ἐκ τῶν ἀρρένων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ― ὁ συντελῶν εἰς σήλληψιν, συνεργῶν εἰς κυοφορίαν, Ἀέτ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 180. 25.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ συλλαμβάνω
1. γραμμ. περιληπτικός («συλληπτικὰ ὀνόματα», Ευστ.)
2. περιεκτικός
3. αυτός που συντελεί στη σύλληψη του εμβρύου, στην κυοφορία («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι ικανός για σύλληψη, για κυοφορία («οὐ συλληπτικὰ τὰ θήλεια», Αριστοτ.)
2. βοηθητικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συλληπτικόν
βοήθεια, αρωγή
4. φρ. «συλληπτικὸν σχῆμα»
γραμμ. το σχήμα λόγου της συλλήψεως.
επίρρ...
συλληπτικῶς ΜΑ
περιεκτικά, περιληπτικά
αρχ.
τακτικά, χωρίς καθυστέρηση.