συμπάθησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, sympathy, Hp.Praec. 14.

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, = συμπάθεια, Hippocr.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμπαθῶ
συμμετοχή στον ξένο πόνο, συμπάθεια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπάθησις -εως, ἡ, Att. ook ξυμπάθησις [συμπαθέω] het meevoelen, medeleven. Hp.