συμπάσσω

English (LSJ)

besprinkle, bespatter, bestrew, Plu.2.89d, 638e; βρέφος [ἅλατι] Sor.1.82, cf. Orib.Fr.78: also σ. τοὺς ἅλας Sor. l.c.

German (Pape)

[Seite 985] (s. πάσσω), bestreuen, συμπάσαι Plut. Symp. 2, 4 E.

French (Bailly abrégé)

saupoudrer.
Étymologie: σύν, πάσσω.

Russian (Dvoretsky)

συμπάσσω: посыпать (τινά, sc. κόνει Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπάσσω: ἐπιπάσσω, πασπαλίζω ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, Πλούτ. 2. 89D, 638Ε.

Greek Monolingual

Α
επιπάσσω, πασπαλίζω σε κάτι παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάσσω «πασπαλίζω»].