συμπαρήκω
English (LSJ)
to be present together with, accompany, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Plu. 2.1024c = 1032b.
German (Pape)
[Seite 985] sich daneben erstrecken, Plut. de procreat. an. 24.
French (Bailly abrégé)
se présenter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρήκω.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρήκω: одновременно появляться, сопутствовать (τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρήκω: εἶμαι παρὼν μετά τινος, συνοδεύω τινά, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Πλούτ. 2. 1024C, πρβλ. 1032Β.
Greek Monolingual
Α
συνυπάρχω, συνοδεύω («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρήκω «βρίσκομαι κοντά, περνώ»].