συμπαραινέω
English (LSJ)
A join in recommending, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ar.Ra. 687; καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι S.Fr.576.
2 join in approving, Ar.Av.852 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 984] (s. αἰνέω), mit, zusammen ermahnen; Soph. frg. 14; χρηστὰ τῇ πόλει ξυμπαραινεῖν, Ar. Ran. 685; Av. 852.
French (Bailly abrégé)
συμπαραινῶ :
1 conseiller en même temps;
2 approuver en même temps.
Étymologie: σύν, παραινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παραινέω, Att. ξυμπαραινέω mede aanraden of adviseren, met dat. (aan) iem.; met inf.. Aristoph. Av. 852.
Russian (Dvoretsky)
συμπαραινέω: одновременно подавать совет, советовать (τινι Soph., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραινέω: μέλλ. -έσω, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου παραινῶ, συμβουλεύω, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 687· καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι Σοφ. Ἀποσπ. 14. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἐπιδοκιάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 852.
Greek Monotonic
συμπαραινέω: μέλ. -έσω, συμβουλεύω, συνιστώ από κοινού, τί τινι, σε Αριστοφ.· επιδοκιμάζω από κοινού, τι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. έσω
to join in recommending, τί τινι Ar.: to join in approving, τι Ar.