συμπροσπίπτω
English (LSJ)
A happen at the same time, Gal.1.124, Theon ap.eund.6.210.
2 occur to one at the same time, τινι M.Ant.7.22.
German (Pape)
[Seite 990] (s. πίπτω), mit, zugleich zu- od. anfallen, in den Sinn kommen, M. Ant. 7, 22.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροσπίπτω: συμβαίνω, συμπίπτω συγχρόνως, Γαλην. 2. 306. ΙΙ. ἐπέρχομαι εἰς τὸν νοῦν, τινι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 22.
Greek Monolingual
Α προσπίπτω
1. συμβαίνω ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. έρχομαι στον νου ταυτόχρονα με κάτι άλλο.