συμφέρον

German (Pape)

[Seite 991] τό, s. συμφέρω.

French (Bailly abrégé)

οντος (τό) :
v. συμφέρω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφέρο Ν
ωφέλεια, όφελος, κέρδος (α. «κοιτάζει μόνο το συμφέρον του» β. «περαιτέρω τοῦ ὑμετέρου συμφέροντος», Αισχίν.
γ. «τὰ τῆς πατρίδος συμφέροντα», Δείν)
νεοελλ.
1. (νομ.) ηθική ή περιουσιακή επιδίωξη του προσώπου που προστατεύεται από τον νόμο
2. στον πληθ. τα συμφέροντα
οικονομικής ή περιουσιακής φύσεως υποθέσεις, δοσοληψίες
3. φρ. α) «έχω συμφέρον» — έχω ωφέλεια από κάτι ή πρόκειται να ωφεληθώ από κάτι
β) «τα καλά και συμφέροντα» — λέγεται για κάποιον ο οποίος αποβλέπει με υποκριτικό και δόλιο τρόπο στο ατομικό του όφελος
γ) «δημόσιο συμφέρον» — συμφέρον που αφορά το κοινωνικό σύνολο
δ) «έννομο συμφέρον»
(νομ.) το συμφέρον που αξιώνεται δικαστικής προστασίας
ε) «άμεσο έννομο συμφέρον»
(νομ.) έννομο συμφέρον του οποίου η ικανοποίηση συνέχεται με την ικανοποίηση ενός ή περισσότερων κεκτημένων δικαιωμάτων
στ) «έμμεσο έννομο συμφέρον»
(νομ.) έννομο συμφέρον του οποίου η ικανοποίηση συνδέεται με την ικανοποίηση προσδοκώμενων δικαιωμάτων
αρχ.
στον πληθ. κατάλληλος τόπος («ἐμβαλλέτω τὰ ἐνόδια... ἐκ τῶν τριμμῶν εἰς τὰ συμφέροντα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. ενεστ. του ρ. συμφέρω.

Russian (Dvoretsky)

συμφέρον: οντος τό выгода, польза: τὸ σ. ποιεῖ τινα κλύειν τινός Soph. соображения пользы заставляют кого-л. повиноваться кому-л.; ἐς τὸ ξ. καθίστασθαί τι Thuc. использовать что-л. в своих интересах; τὰ μὴ συμφέροντα Soph. пагубные действия; ἡδίω εἶναι τοῦ συμφέροντος Xen. быть более приятным, чем полезным; τὸ σ. τινί или τινός Plat. полезное для кого-л.

Mantoulidis Etymological

τό (=κέρδος, ὠφέλεια). Μετοχή οὐδ. γένους τοῦ συμφέρω καί χρησιμοποιεῖται σάν οὐσιαστικό. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.