συμφόρως
English (Woodhouse)
(see also: σύμφορος) beneficially, suitably
French (Bailly abrégé)
adv.
avantageusement, utilement;
Cp. συμφορώτερον, Sp. συμφορώτατα.
Étymologie: σύμφορος.
Russian (Dvoretsky)
συμφόρως: полезно, с пользой: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным.
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente