συμφόρως

English (Woodhouse)

(see also: σύμφορος) beneficially, suitably

French (Bailly abrégé)

adv.
avantageusement, utilement;
Cp. συμφορώτερον, Sp. συμφορώτατα.
Étymologie: σύμφορος.

Russian (Dvoretsky)

συμφόρως: полезно, с пользой: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным.

Translations