συνέκκειμαι

English (LSJ)

Pass., to be exposed with a child, Men. Epit.136,233, Hld.2.31, Longus 4.18.

German (Pape)

[Seite 1012] (s. κεῖμαι), mit ausgesetzt sein; Heliod. 2, 31; Long. 4, 18. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συνέκκειμαι: Παθ., ἔκκειμαι, εἶμαι ἐκτεθειμένος, ὁμοῦ μετά τινος παιδίου, συνεξέκειτο δὲ αὐτῷ καὶ λίθων ὅρμος Ἡλιόδ. 2. 31, Λόγγος, 4. 18.

Greek Monolingual

Α
εκτίθεμαι μαζί με κάποιον ή με κάτι («συνεξέκειτο δὲ αὐτῷ καὶ λίθων ὅρμος», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔκκειμαι «είμαι ανηρτημένος, εκτίθεμαι»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έκκειμαι als perf. pass. bij συνεκτιθέναι ook of samen (met...) te vondeling gelegd zijn; met μετά + gen. met iem.